
Serie A: Ο Ανδρέας Κυριαζής αναλύει. Ποιος οδεύει για το "Scudetto"; Είναι ικανή η Ρόμα;
Τι έχουμε μάθει τις πρώτες 13 αγωνιστικές για την πορεία της ομάδας του "Gasp";
Καλωσορίζουμε όλους τους φίλους του ιταλικού ποδοσφαίρου και τους απανταχού ποδοσφαιρόφιλους σε αυτή τη νέα mini σειρά αναλύσεων για τη φετινή μάχη της κορυφής. Καθημερινά στις 23:00, μέχρι και το Σάββατο, ο Ανδρέας Κυριαζής θα επιχειρήσει να αναλύσει την εικόνα των πρωταγωνιστών της Serie A.
Ξεκινάμε από την τέταρτη της βαθμολογίας, τη Ρόμα, την ομάδα που έχει επιστρέψει δυναμικά στο προσκήνιο υπό τις οδηγίες του Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι. Η Ρόμα του «Gasp» παίζει με ξεκάθαρη ταυτότητα, σε διάταξη 3-4-2-1, με ένταση, επιθετικότητα και συνεχείς αλλαγές ρυθμού. Οι δύο μεσοεπιθετικοί κινούνται συνεχώς στον ενδιάμεσο χώρο, τα φουλ μπακ ανοίγουν το γήπεδο και ο άξονας είναι υπεύθυνος στην "ρύθμιση" της επιθετικής ανάπτυξης. Δεν πρόκειται για ομάδα κατοχής, αλλά για σύνολο που χτυπά με ταχύτητα και πίεση ψηλά. Αυτή η αγωνιστική φιλοσοφία είναι που έχει οδηγήσει τη Ρόμα στην τέταρτη θέση της βαθμολογίας. Εκεί όπου δεν περισσεύει κανείς, αλλά όλα κερδίζονται μέσα στο γήπεδο.
Το κεφάλαιο Γκασπερίνι
Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι άφησε πίσω του έναν ολόκληρο κύκλο στην Αταλάντα, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους κορυφαίους Ιταλούς προπονητές της τελευταίας δεκαετίας, αναζητώντας μια νέα πρόκληση σε ένα περιβάλλον με διαφορετικό βάρος και απαιτήσεις. Από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της παρουσίας του στον πάγκο της Ρόμα, έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Ελάχιστοι πίστευαν ότι θα κατάφερνε να επαναφέρει τους «Ρωμαίους» σε τροχιά πρωταθλητισμού τόσο γρήγορα, μέσα σε ένα περιβάλλον με έντονη πίεση, υψηλές απαιτήσεις και ιδιαίτερη ποδοσφαιρική κουλτούρα. Οι αρχικές φήμες περί δυσκολιών προσαρμογής σε ένα σύνθετο και απαιτητικό περιβάλλον αποδείχθηκαν γρήγορα αβάσιμες. Ο «Gasp» μπήκε άμεσα στον ρόλο του, επέβαλε τη φιλοσοφία του χωρίς εκπτώσεις και συνδέθηκε με τον κόσμο της Ρόμα, ίσως γιατί προσεγγίζει το ποδόσφαιρο με την ένταση, το πάθος και την αυθεντικότητα ενός οπαδού. Η εικόνα της ομάδας άλλαξε σχεδόν από την πρώτη μέρα, με μεγαλύτερη συνοχή, φυσική κατάσταση και ξεκάθαρες αγωνιστικές αρχές. Τα άμεσα αποτελέσματα εκτόξευσαν τις προσδοκίες, οι οποίες πλέον δεν περιορίζονται απλώς στη μάχη της τετράδας, αλλά αρχίζουν να αγγίζουν και πιο φιλόδοξους στόχους, γεγονός που αναπόφευκτα μετατρέπει την επιτυχία σε επιπλέον πίεση για τον ίδιο και το έργο του.
Ρόστερ, ικανό για πρωταθλητισμό;
Η Ρόμα, ωστόσο, δεν διαθέτει ρόστερ πρωταθλητισμού αντίστοιχο με αυτό της Μίλαν, της Νάπολι και της Ίντερ. Ο Γκασπερίνι καλύπτει το ποιοτικό έλλειμμα μέσα από το ίδιο το παιχνίδι της ομάδας του. Ο Πάουλο Ντιμπάλα δείχνει πια να ζει περισσότερο με το ένστικτο παρά με τη δύναμη που κάποτε του επέτρεπε να καθορίζει μόνος του τις ισορροπίες. Οι εκρήξεις ποιότητας υπάρχουν ακόμη, όμως είναι σποραδικές, ασύνδετες, και συχνά πνίγονται μέσα σε ένα σώμα που δεν υπακούει πάντα στο μυαλό του. Στη σκιά αυτής της φθοράς, ο Ματίας Σουλέ, ο συμπατριώτης που ήρθε ως το μέλλον της επίθεσης, δείχνει μέχρι στιγμής χαμένος ανάμεσα στις προσδοκίες και στην πραγματικότητα. Δεν έχει βρει ρυθμό, δεν έχει βρει ρόλο, δεν έχει ακόμη νιώσει το βάρος και την ευθύνη της φανέλας. Οι δυο τους μοιάζουν να συμβολίζουν τη μεταβατική Ρόμα: ο ένας στο τέλος μιας μεγάλης διαδρομής, ο άλλος ακόμα στην αναζήτηση ταυτότητας.
Τα μπακ της Ρόμα αποτελούν αυτή τη στιγμή έναν από τους πιο ευάλωτους κρίκους της αγωνιστικής της λειτουργίας. Συχνά υστερούν στη σωστή λήψη αποφάσεων, στην ποιότητα της τελικής πάσας και στην αμυντική συνέπεια, με αποτέλεσμα να αφήνουν εκτεθειμένους χώρους στην πλάτη τους και να επιβαρύνουν την τριάδα των στόπερ. Σε αρκετά παιχνίδια, ειδικά απέναντι σε ομάδες με ταχύτητα στα άκρα, μετατρέπονται σε βασικό αγωνιστικό στόχο των αντιπάλων, υπονομεύοντας τη συνολική αμυντική ισορροπία της Ρόμα. Είναι ένα ζήτημα που ο Γκασπερίνι προσπαθεί να «μασκαρέψει» τακτικά, αλλά παραμένει ανοιχτό ενόψει της απαιτητικής συνέχειας.
Στον αντίποδα αυτής της "αστάθειας", στέκεται ο Τζιανλούκα Μαντσίνι, ο απόλυτος εκφραστής της μαχητικότητας και της νοοτροπίας της ομάδας. Ως αρχηγός δεν ξεχωρίζει για τη λάμψη του, αλλά για τη σταθερότητα, την ένταση και την ανεπιτήδευτη ηγετικότητά του, λειτουργώντας ως το σημείο αναφοράς στα δύσκολα. Μπροστά του, το «μηχανάκι» του κέντρου, ο Μανου Κονέ, αποτελεί την κινητήρια δύναμη της Ρόμα σε κάθε ματς. Τρέχει ασταμάτητα, σβήνει «φωτιές», καλύπτει χώρους, δίνει ρυθμό και ισορροπία, επιτρέποντας στους υπόλοιπους να «αναπνεύσουν» αγωνιστικά. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη σταθερότητα παίζουν και παίκτες όπως ο Κριστάντε, που προσφέρει εμπειρία και τακτική συνέπεια στον άξονα, αλλά και ο Πέλεγκρινι, όταν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο κέντρο και την επίθεση. Αν η Ρόμα σήμερα στέκεται ακόμη με αξιώσεις στη μάχη της τετράδας, το οφείλει σε μεγάλο βαθμό σε αυτόν τον «σκληρό» κορμό παικτών που κουβαλά την ομάδα στα δύσκολα.
Οι διαφορές με τις υπόλοιπες 3
Ο αγώνας με τη Νάπολι ανέδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη διαφορά δυναμικής που εξακολουθεί να χωρίζει τη Ρόμα από τις ομάδες της απόλυτης κορυφής. Σε αντίθεση με τη Μίλαν, οι «τζιαλορόσι» έχουν γνωρίσει την ήττα σε όλες τις αναμετρήσεις τους απέναντι στο υπόλοιπο «Big 4» της Ιταλίας (Μίλαν, Νάπολι, Ίντερ), γεγονός που αποτυπώνει με ακρίβεια το αγωνιστικό τους ταβάνι στη δεδομένη χρονική στιγμή. Αυτές οι ήττες δεν είναι απλώς αποτελέσματα· είναι ενδείξεις ότι η Ρόμα ακόμη δεν είναι έτοιμη για το επόμενο επίπεδο, ότι ο «γκασπερινισμός», όσο αποτελεσματικός κι αν δείχνει σε βάθος σεζόν, έχει συγκεκριμένα όρια απέναντι σε πληρέστερα και ποιοτικότερα ρόστερ. Για τον λόγο αυτό, ο Ιανουάριος προβάλλει ως κρίσιμος σταθμός, με τη διοίκηση να καλείται να κινηθεί στην αγορά, έστω και μέσα σε αυστηρά οικονομικά πλαίσια, ώστε να καλυφθούν κομβικά αγωνιστικά κενά.
Η πιο κραυγαλέα από τις αδυναμίες που εντοπίζονται, ακόμα και από αυτή των μπακ, είναι στην κορυφή της επίθεσης. Η ανάγκη για έναν καθαρόαιμο κεντρικό επιθετικό είναι εμφανής, καθώς ούτε ο Ντόβμπικ ούτε ο Φέργκιουσον έχουν καταφέρει να αξιοποιήσουν με συνέπεια τις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονται. Λείπει ο φορ που θα «τελειώνει» τις φάσεις με σταθερότητα, που θα μετατρέπει την πίεση και την κυκλοφορία της Ρόμα σε γκολ με κανονικότητα. Στη σημερινή της μορφή, η Ρόμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί διεκδικήτρια του τίτλου. Μπορεί όμως, με στοχευμένες παρεμβάσεις και αγωνιστική ωρίμανση, να διεκδικήσει αυτό το βήμα στο άμεσο μέλλον και ακριβώς εκεί εστιάζεται πλέον όλη η συζήτηση γύρω από το πρότζεκτ του Γκασπερίνι.
Το ιστορικό βάρος προσθέτει ακόμη μεγαλύτερη ένταση και συναισθηματική φόρτιση σε αυτή την προοπτική. Ο Γκασπερίνι δεν έχει κατακτήσει ποτέ πρωτάθλημα στην καριέρα του, παρά τη συνεπή και συχνά εντυπωσιακή πορεία του στους πάγκους.Η Ρόμα αγνοεί τον τίτλο από το μακρινό 2001, σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, αν ληφθεί υπόψη ότι η φετινή σεζόν ολοκληρώνεται το 2026. Πρόκειται για δύο παράλληλες διαδρομές γεμάτες φιλοδοξία, δουλειά και επιτυχίες χωρίς όμως το απόλυτο τρόπαιο, δύο ανεκπλήρωτες ανάγκες που μοιάζουν να συναντιούνται στο ίδιο σημείο. Για τον Γκασπερίνι, η Ρόμα ίσως αποτελεί τη μεγάλη του ευκαιρία να περάσει από την αναγνώριση στην απόλυτη δικαίωση. Για τη Ρόμα, ο Γκασπερίνι ίσως είναι ο άνθρωπος που μπορεί να της αλλάξει επίπεδο σε βάθος χρόνου και να τη βγάλει οριστικά από τον φαύλο κύκλο της «σχεδόν» επιτυχίας. Και αν υπάρχει μια ρεαλιστική προοπτική να αλλάξει αυτό το ιστορικό βάρος, αυτή περνά μέσα από τη συνέχιση της προσαρμογής της ομάδας στη φιλοσοφία του Ιταλού τεχνικού, όπως ακριβώς εκείνος προσαρμόστηκε άμεσα, γρήγορα και αποτελεσματικά στην απαιτητική, πιεστική και αδυσώπητη πραγματικότητα της «αιώνιας» πόλης.
Αφού, λοιπόν, τα είπαμε για τη Ρόμα, αύριο τη σκυτάλη παίρνει η τρίτη της βαθμολογίας, Ίντερ.